τα σώματα των ζωντανών

καίγονται ευκολότερα

στην έξαψη της κλίνης

τα κόκκαλα στραβώνουν

καθώς σωριάζονται

σιγά σιγά στον πάτο.

μουρμουρητά σαν από λίμνες

καμένη σάρκα σαστισμένη

αίμα θνητών.

 

στάχτη πάνω στη στάχτη που βουλιάζει

γίνεται λίπασμα

λάσπη για το μέλλον.

τα σώματα των ζωντανών

κοιμούνται στην ομίχλη

γεμίζουν μάτια

κι έπειτα γέρνοντας

αδειάζουν τη βροχή.

 

η νύχτα γράφει όνειρα στο καθαρό σεντόνι.

αρπάζοντας το κούτσουρο που καίει

πατώ το θάνατο και τροπαιούχος

υψώνομαι στην καπνοδόχο.

βρέχει ασταμάτητα

μα εγώ πετώ πάνω απ’ τα σύννεφα

με φλόγες στα μαλλιά

τρέχοντας προς τον ήλιο.

 

[ανέκδοτο αχρονολόγητο χειρόγραφο ποίημα]