Σίγησαν τα πάντα και σα να περίμεναν. Σήκωσαν τα μάτια πάνω απ’ τις φωτιές και πανικός θαρρείς πανικός. Οι κόκορες λαλούσαν καταμεσήμερο. Σ’ αυτόν τον τόπο τα κοκόρια λαλούνε όλες τις ώρες επισφραγίζοντας τον λόγο ύπαρξής τους.Γεννημένα στις σιωπές του εσπερινού. Κληροδοτημένα δραματοποιοί. Στην πλατεία του Νησιού όλα σβηστά κι ένας βιολιστής παίζει γκρόσσο Βιβάλντι. Ποιοί; Ρωτάνε και τρέχουν στους δρόμους ξεχύνονται στις θάλασσες. Ξεφωνίζουν scripta manet και τρέχουν στους ουρανούς. Ουρλιάζει. Κάποιος ουρλιάζει θα σπάσει. Ο τρούλος θα σπάσει. Ο ουρανός ραγίζει με έναν διαπεραστικόν αλαλαγμό. Το Νησί σύρριζα λιώνει στη θάλασσα και τα δέντρα και τα πουρνάρια οι θάμνοι μπερδεύονται αλαφιασμένα. Μια γυναίκα γυμνή από τη μέση και πάνω με γύμνια βαριά σπαράζει ευτυχία. Σκίζει τις κυανές της σάρκες δαγκώνει τα ροζιασμένα δάχτυλά της. Μέσα σε ρίγη ευδαιμονίας. Ομφάλιος λώρος ενώνεται με τα πλήθη που κρέμονται απ’ τη μισή της αγρύπνια. Τα πλήθη μαζεμένα και βοούν. Το Νησί σείεται. Το Νησί αποσυντίθεται. Οι πιρόγες στην άκρια της θάλασσας ακόμα και αταξίδευτες κι ονειροπλόες. Δαγκώνουν το λιγοστό χρυσάφι και τις σπάνιες ανάσες του ανέμου τα πολύτιμα πετρώματα το λιβάνι το κοιμητήριο τ’ Αι Νικόλα. Τα πλήθη. Άλαλα. Μοίρα ερημική χλωρά τα μάτια στα στενά περάσματα. Τα δόντια σφίγγονται να αντέξουν ο ουρανός σπάει. Χύνεται γαλάζιο όνειρο από σπασμένο σκοτάδι των καιρών. Η ένωση. Η ένωση με τη θάλασσα. Τα πλήθη. Αναδύονται τα πλήθη. Ο ήλιος δαψίλειος. Τα βουνά χάνονται ευλαβικά με χάρη πικράνθιστη αφήνονται στην εμπιστοσύνη της Συνάντησης ουρανού θάλασσας μέχρι να τα καταπιεί ο ορίζοντας. Η ένωση με ωριμότητα. Το χρέος. Ένα κλαδί ελιάς αρμενίζει στο ακύμαντο νερό. Με ενέργεια η ευωδία της πλάσης να την αφουγκραστούν τα πλήθη. Με ψαλμούς κι ακατοίκητη απεραντοσύνη. Γαντζωμένοι άνθρωποι από δεσμίδες φωτός που ανηφορίζοντας ξεραμένα χρόνια χάνονται στον καθαρμένο ορίζοντα. Πάνω απ’ τα κεφάλια. Πάνω απ’ τα ωραία τους κεφάλια η ουράνια χορωδία μιας Εποχής άκαυτου ύπνου και τα μαλλιά τους νωπά. Σαν χρυσά ζαλίζονται στην άκρη του πελάγου του θεμελιωμένου. Ο προορισμός. Μακρινή μητέρα. Τα τεράστια μάτια οι ιχνηλάτες δρόμοι. Στέμμα από κοχύλια και κοράλλια στα κεφάλια. Στεφανωμένοι αλμύρα – βασιλιάδες – δοξαστές των Μνημουριών. Αποθεωμένοι φυγή κρατώντας θαλάσσια αλογάκια στα χέρια. Όμορφοι όπως ποτέ άλλοτε. Οι Ιδέες τους όλες ξεφυσούν ερμηνευμένες στη δορά ρου ταξιδιού τους. Η Συνάντηση κι ο σεβασμός. Ρόδο αμάραντο η αδέξια οικειότητά τους με το φως. Στα χαλάσματα κάρφωσαν έναν ήλιο που στραφτοκοπάει αγιοσύνη. Οι Έλληνες. Ναι οι Έλληνες!
[πρωτοδημοσιεύθηκε στο Δέλεαρ #9, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2006]