Συνέντευξη με τον ΝΙΚΟ ΧΡΥΣΟ στην εκδότρια του PoetryAxion ΑΣΗΜΙΝΑ ΧΑΣΑΝΔΡΑ

Ποια ήταν η διαδρομή σας για να εκδοθούν τα πρώτα έργα σας μέχρι σήμερα, μιλήστε μας αναλυτικά για το κάθε βήμα σας και τι αντίκτυπο είχαν στο αναγνωστικό ευρωπαϊκό κοινό;

Στα δεκαοχτώ μου, την πρώτη φορά που επιχείρησα να κοινοποιήσω ένα γραπτό μου δεν απευθύνθηκα σε εκδότη αλλά επιχείρησα μια «χειροποίητη» αυτοέκδοση. Διένειμα ελάχιστα αντίτυπα σε φιλόξενα βιβλιοπωλεία του Κέντρου κι ωστόσο, αν και το βιβλίο δεν είχε (και δικαίως) καμιά απήχηση, έγινε η αφορμή να γνωρίσω δυο τρεις ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκα τη δημιουργική αγωνία μου. Έτσι κάπως ξεκίνησε το περιοδικό Αποστακτήρας – «χειροποίητη» αυτοέκδοση και αυτό– το οποίο κυκλοφόρησε σε έξι τεύχη και διεύρυνε, κατά κάποιον τρόπο, τον στενό κύκλο των συνομιλητών μου περί τέχνης και λογοτεχνίας. Στην συντακτική ομάδα τού Αποστακτήρα συμμετείχαν οι αγαπημένοι φίλοι και συγγραφείς Λευτέρης Γιαννακουδάκης και Σπύρος Τσοτάκος, οι οποίοι παραμένουν πάντα, τριάντα χρόνια μετά, πολύτιμοι συνομιλητές και συνοδοιπόροι. Στη συντακτική ομάδα του πρώτου τεύχους συμμετείχες άλλωστε κι εσύ κι επομένως θα θυμάσαι, φαντάζομαι, από πρώτο χέρι, τις άγουρες αντιλήψεις μας για τη γραφή και την τέχνη, αλλά και τη θρασεία μαχητικότητά μας.
Αρκετά χρόνια μετά, το 2008, ολοκλήρωσα το πρώτο μου μυθιστόρημα, Το μυστικό της τελευταίας σελίδας, και έστειλα το δακτυλόγραφο σε κάμποσους εκδότες. Είχα την τύχη να ανταποκριθούν οι Εκδόσεις Καστανιώτη κι έτσι από το 2009 δεν χρειάστηκε ξανά να αναζητήσω εκδότη. Το δεύτερο μυθιστόρημά μου, η Καινούργια μέρα, κυκλοφόρησε εννιά χρόνια μετά. Εν τω μεταξύ επιμελήθηκα μια συλλογή βιβλιοφιλικών διηγημάτων (Ιστορίες βιβλίων) καθώς και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Αξέχαστοι καιροί του Λευτέρη Αλεξίου. Το 2019 συνεπιμελήθηκα με την καθηγήτρια Ιωάννα Σπηλιοπούλου τον συλλογικό τόμο δοκιμίων Ο Νίκος Καζαντζάκης και η πολιτική (όλα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη). Από το 2020 ανέλαβα την επιμέλεια του λογοτεχνικού περιοδικού «Διάσελο», ετήσια έκδοση του Φεστιβάλ της Βωβούσας.
Δεν μπορώ βέβαια να γνωρίζω τι αντίκτυπο είχαν τα βιβλία μου κι αν είχαν κάποιο αντίκτυπο στο κοινό. Έγιναν όμως αφορμή να γνωρίσω σημαντικούς ανθρώπους και να συνομιλήσω με δημιουργούς και αναγνώστες από τη χώρα μας αλλά και από άλλες χώρες της Ευρώπης.

Τι σας αρέσει να έχετε πάνω στο γραφείο σας όταν ξεκινάτε ένα βιβλίο, πώς δουλεύετε και πώς διορθώνετε το υλικό σας;

Όταν αρχίζω να γράφω χρειάζομαι μόνο τα σημειωματάρια και τον υπολογιστή μου. Κι ίσως κάποια βιβλία, άτλαντες, εγκυκλοπαίδειες, λεξικά. Δεν έχω φετίχ ούτε γούρια όταν γράφω. Μου αρέσει πάντως να έχω μια κούπα καφέ δίπλα μου. Συνήθως ξεκινώ να γράφω αφού προηγουμένως έχω ολοκληρώσει ένα κομμάτι της έρευνάς μου κι έχω συγκεντρώσει υλικό, επεισόδια και φράσεις ατάκτως ερριμμένες σε μικρά σημειωματάρια. Η σύνθεση αυτού του υλικού, οι συγκρούσεις μεταξύ επεισοδίων και ηρώων πυροδοτεί συνήθως την ανάπτυξή του. Διορθώνω το υλικό διαρκώς, επιστρέφω ξανά και ξανά ώσπου φτάνω στην τελευταία λέξη και τότε αφήνω το βιβλίο για λίγο, ώστε να μπορέσω να το διαβάσω ξανά με πιο καθαρή ματιά – ευσεβής πόθος που σχεδόν ποτέ δεν πραγματώνεται. Στην πραγματικότητα πάντως κάθε βιβλίο υποβάλλει τον δικό του ρυθμό και τους δικούς του κανόνες. Όπως λέει κι ένας από τους ήρωες της Καινούργιας μέρας: «Σημασία έχει να μην αφήσουμε τα κλαδιά και τις ρίζες ανεξέλεγκτα. […] Κατανοείς πως ο δημιουργός των μπονσάι δεν είναι παρά ένας υπομονετικός κηπουρός. Πρέπει να διαθέτει κανείς αρκετή αφέλεια για να πιστεύει ότι υπάρχουν περιθώρια δημιουργίας. Ένας υπομονετικός κηπουρός· τίποτε παραπάνω».

Από πού αντλείτε τις ιδέες σας, οι οποίες καθαρά είναι πλούσιες σε μετρική εμπειρία και τι συμβουλεύετε να κάνουν οι ομήλικοι ή νεότεροι συγγραφείς από εσάς ώστε να διαπραγματεύονται αληθινά το έργο τους;

Οι ιδέες προκύπτουν ενώ περπατώ στο δρόμο, ενώ διαβάζω εφημερίδα, ακούγοντας τη συνομιλία δυο περαστικών, συζητώντας με έναν φίλο. Οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για μια ιστορία. Είναι συνήθως μια εικόνα που με στοιχειώνει, επιστρέφει διαρκώς και διεκδικεί περισσότερο χώρο και χρόνο.
Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές σε κανέναν. Προσπαθώ εξάλλου να αποφεύγω τις βεβαιότητες. Αν έπρεπε πάντως να μοιραστώ μια ή δυο πεποιθήσεις μου για τη γραφή, θα έλεγα να είσαι ένας ακούραστος αναγνώστης, να αμφισβητείς και να αναθεωρείς διαρκώς τις βεβαιότητές σου. Δεν γνωρίζω άλλους κανόνες. Η γραφή είναι άλλωστε ένα παιχνίδι ξέφρενο, διασκεδαστικό, δημιουργικό και συχνά επικίνδυνο.

Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας έκανε να συγκινηθείτε πολύ;

Μου είναι αδύνατον να θυμηθώ ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που με συγκίνησε. Θα πρέπει να ήταν το πρώτο βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου. Η μαγική ιδιότητα των βιβλίων να ζωντανεύουν τις ζωές των ηρώων τους, να πλαταίνουν τον χρόνο και την εμπειρία του αναγνώστη, με μοναδικό εργαλείο τα μαύρα στίγματα στις σελίδες τους, με γοητεύει πάντα με τον ίδιο σαγηνευτικό τρόπο

Ποιες παγίδες πρέπει να αποφεύγουν οι συγγραφείς όταν τους εμφανίζονται αίφνης κατά τη διαδικασία της δημιουργικής πράξης;

Η διαδικασία της συγγραφής είναι ακριβώς αυτό: μια ακροβατική απόπειρα να διασχίσεις έναν ανύπαρκτο τόπο, ο οποίος αποκτά υπόσταση σε κάθε σου βήμα. Πρέπει επομένως να αποφεύγεις διαρκώς παγίδες –παγίδες που καμιά φορά στήνεις κι ο ίδιος–. Δεν θα ήθελα να παραθέσω κοινότοπους αφορισμούς: απέφυγε τις ευκολίες σου και τον αυτοθαυμασμό, μην επαναπαύεσαι, επέλεξε σοφά κάθε σου λέξη κ.λπ. Σημασία έχει να να φτιάξεις τον δικό σου χάρτη για να διασχίσεις τον ανύπαρκτο τόπο και να τον καταστήσεις τελικά υπαρκτό.

Ένα τεράστιο «εγώ» βοηθάει ή πληγώνει τους συγγραφείς, για παράδειγμα να είναι επιρρεπείς στο αλκοόλ ή και τα ναρκωτικά!

Δεν νομίζω πως υπάρχουν κανόνες. Ένα τεράστιο εγώ καταστρέφει τον οποιονδήποτε κι άλλοτε πάλι τον ωφελεί, τουλάχιστον περιστασιακά. Θα έπρεπε να επανακαθορίσουμε το νόημα λέξεων όπως η επιτυχία ή η ευτυχία για να προσεγγίσουμε μια οριστική απάντηση. Δεν ξέρω αν έχει καμιά πραγματική σημασία αν κάποιος αποκτά ευρύτερη προβολή εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας, των παθών, των αρετών ή των σφαλμάτων του. Τα πάθη ή οι εξαρτήσεις ίσως ασκούν κάποια γοητεία σε ένα κοινό, αυτό όμως που έχει πραγματική σημασία είναι το έργο. Δεν έχει σημασία να κρίνουμε τα πάθη των άλλων, αρκεί να προσπαθούμε να τα κατανοήσουμε. Συχνά φέρνω στο νου μου τη ρήση του Edgar Allan Poe: «Για μένα η ποίηση δεν είναι ένας σκοπός, μα ένα πάθος και τα πάθη θα ’πρεπε να ’ναι σεβαστά».

Τι λέτε για τους συγγραφείς που γράφουν και εκδίδουν με ψευδώνυμο, εσείς έχετε χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο;

Χρησιμοποίησα ψευδώνυμα στα πρώτα νεανικά μου χρόνια, συμμετέχοντας σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έκτοτε δεν ένιωσα την ανάγκη να υπογράψω τα γραπτά μου με άλλο όνομα. Ωστόσο η χρήση ενός ψευδώνυμου μπορεί να γίνει μια γοητευτική περιπέτεια, αφού δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να αλλάζει προσωπεία και ρόλους – σκεφτείτε τον Φερνάντο Πεσσόα και το σύμπαν των ετερωνύμων του. Η προσπάθεια να αφηγηθείς μια ιστορία υιοθετώντας ένα άλλο προσωπείο μπορεί να αποδειχθεί αποκαλυπτική, αφού διευρύνει εντέλει το πεδίο της ίδιας της γραφης – στα διηγήματα που αποδίδονται στον Σεβαστιανό στις σελίδες της Καινούργιας μέρας υποβλήθηκα σε μια τέτοια άσκηση. Με το σκεπτικό αυτό, ο Σεβαστιανός θα μπορούσε να είναι ένας δικός μου ετερώνυμος.

Σας ευχαριστώ!

Και εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την συνέντευξη και να αναφέρω, αγαπητέ φίλε Νίκο, –ας μου επιτραπεί η ιδιοτυπία αυτή της προσφώνησης– ότι η γνωριμία μας ξεκίνησε όταν ήμουν φοιτήτρια του τμήματος Νοσηλευτικής και ανακάλυψα το πρώτο σας έργο σε περίοπτη θέση πάνω από τον πάγκο με τα περιοδικά στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας, στη Σόλωνος, από όπου παρακολουθούσα το «γίγνεσθαι» της λογοτεχνικής παραγωγής, ιδιαίτερα στο υπόγειο, και όπως επίσης συνεργαστήκαμε στο φανζίν περιοδικό Αποστακτήρας που εκδίδατε όντας φοιτητής του τμήματος Βιολογίας και σε ερώτησή μου: «τι κάνετε στα εργαστήρια εκεί;» μου είπατε απλά: «χρησιμοποιούμε μικροσκόπια για να εξετάσουμε τη ζωή σε κάθε έμβιο όν»!

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Φοίτησε στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της Σχολής Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το μυθιστόρημα «Το μυστικό της τελευταίας σελίδας» (Καστανιώτης, 2009) ήταν το πρώτο του βιβλίο. Για το μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2019 (European Union Prize for Literature), το Βραβείο Λογοτεχνικού Περιοδικού «Κλεψύδρα», το Βραβείο Λογοτεχνικού Περιοδικού «Literature.gr» και με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Βιβλίου που Προάγει τον Διάλογο σε Ευαίσθητα Κοινωνικά Θέματα 2019. Επιμελήθηκε τη σχολιασμένη επανέκδοση του βιβλίου «Αξέχαστοι καιροί» του Λευτέρη Αλεξίου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014), τον συλλογικό τόμο «Ιστορίες βιβλίων» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) και τον συλλογικό τόμο «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η πολιτική» (σε συνεργασία με την Ιωάννα Σπηλιοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Από το 2020 επιμελείται το λογοτεχνικό περιοδικό «Διάσελο», ετήσια έκδοση του Φεστιβάλ της Βωβούσας.