ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΑΣΗΜΙΝΑ ΧΑΣΑΝΔΡΑ

Πώς καταλήγετε στην επιλογή των τίτλων των βιβλίων σας; Μιλήστε μας αναλυτικά για την κάθε φορά.

Κάθε φορά κι αλλιώς: αλλάζουν οι συμπτώσεις κι οι συνθήκες, αλλάζω, αναμφίβολα, κι εγώ. Άλλοτε ο τίτλος προηγείται, δίνει στο υλικό την ώθησή του και το καθοδηγεί διαμορφούμενο. Άλλοτε έπεται, ως αναδρομική πλαισίωση κι επιγραμματική επεξήγησή του.

Πριν από είκοσι χρόνια, εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, μια συλλογή σύντομων πεζογραφημάτων – πλάνων σεκάνς, όπως τ’ αποκαλούσα. Του έδωσα τον τίτλο Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (Κέδρος, 2001), έχοντάς τον αντλήσει από το Tractatus LogicoPhilosophicus του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Με όλο το θράσος των άωρων φυλλομετρήσεων, διάβαζα ότι

 

Το σκεφτόμενο υποκείμενο, το υποκείμενο που έχει παραστάσεις, δεν υπάρχει.

 

Αν έγραφα ένα βιβλίο «Ο κόσμος όπως τον βρήκα», θα είχα να μιλήσω εκεί και για το σώμα μου και να πω ποια μέλη υπόκεινται στη θέλησή μου και ποια όχι, κλπ., πράγμα που είναι δηλαδή μια μέθοδος να απομονώνει κανείς το υποκείμενο, ή μάλλον να δείχνει πως, από μια σημαντική άποψη, δεν υπάρχει υποκείμενο: Μόνο για αυτό δε θα μπορούσε να γίνει λόγος στο βιβλίο αυτό. (5.631)

 

Δεν είμαι σε θέση ν’ ανακαλέσω πώς ακριβώς μπορεί ν’ αντιλαμβανόμουν τις λέξεις αυτές, πρέπει να ένιωθα, ωστόσο, ότι ο τίτλος θ’ απέδιδε τη θεματική και την οπτική γωνία του βιβλίου, που έπαιρνε τη μορφή των εν κινήσει εντυπώσεων ενός δεκαεννιάχρονου, της ανακάλυψης του περιγύρου του, των πρώιμων και πρόωρων ασκήσεων στο ύφος – με τη ρευστή πολυμορφία του υποκειμένου που δρα, παρατηρεί και αφηγείται και με σπερματικά, προς το παρόν, αντιληπτή την ανάγκη για υπέρβασή του.

Μια δεκαετία αργότερα, διάλεξα τον τίτλο Στα μέσα σύνορα (Πόλις, 2011) για την πρώτη μου ποιητική εμφάνιση. Ανήκει σ’ έναν στίχο του «Zeitmaschine» (γερμ. χρονομηχανή), που κλείνει το βιβλίο και αντλεί την αφορμή του από δυο αφανείς της Ανατολικής Ευρώπης, όπως τους είχα συναντήσει στην ειδησεογραφία: τη Χέντβιγκα Γκόλικ, που εντοπίστηκε στο Ζάγκρεμπ το 2008, νεκρή από το 1973 μες στο διαμέρισμά της, και τον Χάικο Μπράουν, που είχε αυτομολήσει στη Δύση το 1989 και σκοτώθηκε έναν χρόνο αργότερα σε τροχαίο – το δικό του διαμέρισμα στη Λειψία βρέθηκε το 2009 άθικτο, όπως το είχε αφήσει.

Τα «μέσα σύνορα», επομένως, είναι εκείνα που χώριζαν την Ευρώπη –και, κλιμακωτά, τη Γερμανία και την πόλη του Βερολίνου– κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Έξω από τα συμφραζόμενα του ποιήματος, ωστόσο, τα αντιλαμβανόμουν και ως αναφορά στις ενδότερες επικράτειες του ανθρώπινου ψυχισμού με τα μεταξύ τους δυσδιάκριτα όρια ή ασυμφιλίωτα χάσματα – και πώς σε αυτά θεμελιώνονταν οι άξονες του υπό έκδοση υλικού και η εύρεση ενός ύφους ως προσώπου.

Στα δυο βιβλία που ακολούθησαν, η δομή ήταν αυστηρότερη, η σύλληψη εκούσια και ο τίτλος προηγούνταν της γραφής. Το σύνδρομο Σταντάλ (Πόλις, 2013) είναι όρος της ψυχοπαθολογίας. Τον επινόησε η Ιταλίδα ψυχίατρος Γκρατσιέλα Μαγκερίνι, για να περιγράψει ψυχοσωματικές διαταραχές που παρατηρήθηκαν σε τουρίστες κατά την επίσκεψή τους στη Φλωρεντία και με αφορμή την έκθεσή τους σε έργα τέχνης. Η ονομασία του προέκυψε από μια ημερολογιακή καταγραφή του Σταντάλ στις 22 Ιανουαρίου 1817:

 

Είχα ήδη βυθιστεί σε μια μορφή έκστασης, με τη σκέψη ότι βρισκόμουν στη Φλωρεντία, δίπλα στους μεγάλους άνδρες, που μόλις είχα δει τους τάφους τους. Καθώς ατένιζα, προσηλωμένος, την υπέρτατη ομορφιά, την έβλεπα από τόσο κοντά, που ήταν σαν να την άγγιζα. Είχα φτάσει στο σημείο εκείνο της συγκίνησης, όπου οι ουράνιες αισθήσεις, χαρισμένες καθώς είναι από τις καλές τέχνες, συναντούν τα παράφορα συναισθήματα. Βγαίνοντας από τη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού, μ’ έπιασαν ταχυπαλμίες, αυτό που αποκαλούν στο Βερολίνο «νευρική διαταραχή»· αισθάνθηκα αποκαμωμένος και βάδιζα με τον φόβο μήπως λιποθυμήσω.

 

Καθώς το βιβλίο αποτελείται από σονέτα που συνομιλούν, ως επί το πλείστον, με αγάλματα του αθηναϊκού δημόσιου χώρου και με το αστικό τοπίο που τα εμπεριέχει, εμπράκτως πραγματεύεται την αισθητηριακή αντίληψη του έργου τέχνης και τον πολλαπλό αντίκτυπό της. Δεδομένου, όμως, ότι η συγκυρία της συγγραφής του συνέπεσε με τις απαρχές της κρίσης χρέους και της αποκαλούμενης μνημονιακής περιόδου, με τον τρόπο που αφήναν τα ίχνη τους στο σώμα της πόλης, αλλά και στην καθημερινότητα των κατοίκων και περιπατητών της, επόμενο ήταν να διαρραγεί η ούτως ή άλλως επισφαλής σχέση των αγαλμάτων με το περιβάλλον τους και να μη μείνει, ως εκ τούτου, ανεπηρέαστη και η γκάμα των συνεπακόλουθων συναισθημάτων.

Ειρωνευόμασταν  τ’ αγάλματα; Μας ειρωνεύονταν κι εκείνα; Παράταιρα – κι αντίκρυ τους εμείς. Ανοίγαμε διάλογο; Και πώς; Με τι το εκστατικό; Ο τίτλος του βιβλίου, επομένως, διαβάζεται και ως οξειδωμένη εκδοχή του όρου που τον αποτελεί, αλλά και της παράδοσης που συναντά – για ν’ αναμετρηθεί μαζί της, να την επικαλεστεί, να την αμφισβητήσει.

Τέλος, προς το παρόν, η θήβα μέμφις (Πόλις, 2020): όπως αναφέρω και στον πρόλογο του βιβλίου, εκτυλίσσεται στα χρόνια που ο Έντσο Τραβέρσο αποκαλεί ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο (1914-45) και δομείται ως σπονδυλωτή σειρά συνδυαστικών προσωπογραφιών. Σε αυτές απεικονίζονται, με αφορμή κάποιο μεμονωμένο γεγονός που τους συνέβη ή που προκάλεσαν, πρόσωπα που έζησαν κι έδρασαν κατά την περίοδο αυτήν – και όχι πάντοτε στο προσκήνιό της. Με την εστίαση, λοιπόν, στην κλίμακα του ενός ανθρώπου, για τη δική του περιπέτεια μιλώ και, ξεκινώντας απ’ τη σύναψη των δυο τοπωνυμίων ως αρχαίων αιγυπτιακών πρωτευουσών, την εντοπίζω στη Θήβα της Βοιωτίας, με όλη της τη μυθική φόρτιση, και στο Μέμφις του Τενεσί, ως μια εκ των κοιτίδων της μαύρης μουσικής – ή, αλλιώς, στο τρίστρατο, όπου ο Οιδίπους, καθώς οδεύει προς το αίνιγμα της Σφίγγας, διασταυρώνεται με το πεπρωμένο του, και στο σταυροδρόμι, όπου ο Ρόμπερτ Τζόνσον, κιθαρίστας των μπλουζ, συναντά τον διάβολο και, για το αντάλλαγμα της δεξιοτεχνίας, του πουλάει την ψυχή του.

 

Περιγράψτε την απόσταση από το εσωστρεφές της ποίησης μέχρι τον δημόσιο λόγο, όταν έχετε κληθεί να το κάνετε αυτό.

Μα και ο ποιητικός δημόσιος είναι – και όχι μόνο επειδή εκδίδεται και διεκδικεί κοινό. Αν μη τι άλλο, στην καθομιλουμένη οφείλει το ιδίωμα, η συγκυρία τού προσδίδει νόημα και φορτίο, από τα ιστορικά του συμφραζόμενα –όσο, τυχόν, και να τα διυλίζει– αντλεί το ειδικό του βάρος, σε αυτά εντοπίζει το θέμα και τον τόνο του. Και ο ποιητής, εξάλλου, είναι πολίτης: ως πολίτης θα συμπεριφερθεί, ακόμη κι αν αισθάνεται πως διανύει αποστάσεις από τη μια περιοχή της καθημερινής του δράσης ώς την άλλη, ακόμη κι αν προσποιείται ότι τα μεταξύ τους όρια δεν έχουν ήδη από καιρό καταλυθεί.

 

Ποιο είναι το πιο δύσκολο συγγραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίσατε στα βιβλία σας;

Το δομικό και μόνιμο, νομίζω: πώς, δηλαδή, ως πρώτιστο και αδιαπραγμάτευτο καθήκον, το πείραμα της γλώσσας, του μέτρου, της μορφής θα καταφέρει να σταθεί αντάξιο του περιεχομένου, προκειμένου να συμβάλλει στη διαλεύκανση ή τη συσκότισή του – ό,τι από τα δυο κριθεί το εκάστοτε αναγκαίο. Και πώς, κατόπιν, οι δυο άξονες αυτοί θα είναι σε θέση να συνομιλήσουν με τον χρόνο: τον τρέχοντα, που περιβάλλει τη γραφή εν εξελίξει, τον παρελθόντα, προϋπόθεση και υπόστρωμα, τον μέλλοντα, ως κάποια προσδοκία.

 

Ποιο είναι το αγαπημένο σας στάδιο της συγγραφής έως την έκδοση των βιβλίων σας; Μιλήστε μας λίγο για αυτό το ταξίδι μέχρι την κυκλοφορία στα  βιβλιοπωλεία του έργου σας, όπως επίσης για τις βραβεύσεις σας.

Οι δυο στιγμές, όπου όλα είναι ακόμη δυνατά: από τη μια, η νοερή αφετηρία της σύλληψης και του σχεδιασμού, προτού οι φραγμοί του εφικτού περικυκλώσουν την εκτέλεση ενός έργου, αναδείξουν τις δυσκολίες του, χαμηλώσουν το ταβάνι στο ύψος της πραγματικότητας. Και από την άλλη, η στιγμή του τυπωμένου αντιτύπου, εκεί όπου το κείμενο έχει αποκτήσει τη συμπαγή οντότητα του υλικού αντικειμένου, ενώ, προς το παρόν, δεν κατακτάται από την αγωνία της πρόσληψής του – εκεί, δηλαδή, που ο χρόνος παγώνει.

Κακά τα ψέματα, όμως: η περιπέτεια της γραφής, ως πράξης έκφρασης και επικοινωνίας, εκτυλίσσεται μόνο έξω από αυτές τις δυο στιγμές. Προκύπτει και αποδίδει καρπούς μόνο μέσα από την ταπείνωση της χειρωναξίας, με τους συμβιβασμούς και τις ματαιώσεις που αυτή συνεπάγεται, και παρέχει δικαιώσεις μόνο μέσα από την αποδοχή του κινδύνου που αποτελεί η –εν δυνάμει λυτρωτική– έκθεση σε άλλα μάτια, άγνωστα, δίχως καμιά απολύτως εγγύηση ότι θα θελήσουν, καλοπροαίρετα, ν’ ανασυνθέσουν την πορεία μας ή, έστω, να συνοδοιπορήσουν για λίγο μαζί μας.

Ως προς τις βραβεύσεις, έρχονται κατόπιν εορτής και δεν παύουν ν’ αποτελούν την κατά πλειοψηφία συλλογική υποκειμενική γνώμη μιας ολιγομελούς ομάδας ανθρώπων, χωρίς να επέχουν θέση απόλυτου κριτηρίου, κι ας επιχειρείται η διαμέσου τους διάγνωση και διαμόρφωση τάσεων ως στάδιο προς τη συγκρότηση και στερέωση ενός σαθρού κι αυθαίρετου, πολλές φορές, κανόνα. Έστω, δηλαδή, κι αν είναι χρήσιμα τα όσα φανερώνουν, δεν πρέπει να τ’ αναγάγουμε σε θέσφατο ή να τα θεωρούμε αυτοσκοπό.

Όντας, βεβαίως, πλάσματα αντιφατικά, από τη φύση μας, και περιεκτικά σε πολλαπλότητες, όλοι –αν είμαστε ειλικρινείς– φιλοδοξούμε, όλοι αποζητούμε τη θωπεία και την ενθάρρυνση. Τα ώς τώρα βραβεία μου είναι δυο: του Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή από το περιοδικό «Διαβάζω» για το βιβλίο Στα μέσα σύνορα και το Βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών για Το σύνδρομο Σταντάλ. Τα χάρηκα πολύ και είμαι πάντοτε ευγνώμων, όχι, όμως, και υπόχρεος σε όσες και όσους επέλεξαν να μου τα απονείμουν. Και δε θα σταματήσω ποτέ να μνημονεύω την Κική Δημουλά από τα χέρια της οποίας παρέλαβα το πρώτο, καθώς ανακαλώ, με την αφή, την αίσθηση από την παλάμη της στο μάγουλό μου κι από τη δική μου στον ώμο της, όπως μας είχε, το βράδυ εκείνο, συλλάβει ο φακός.

 

Ποια ήταν η έκπληξη που σας συνεπήρε στο χώρο της ποίησης; Σε ποιους συγγραφείς οφείλετε αυτό που είστε τώρα; Μιλήστε μας για τις σπουδές σας.

Αν ως ποίηση εννοούμε μια τέχνη που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, δεν καταδέχεται την ευκολία, αποφεύγει τη μυθολογία του προσωπικού βιώματος και τον ναρκισσισμό της εξομολόγησης και αποπειράται μια ουσιαστική συνεισφορά στην έκφραση και την αντίληψή της, κατά την ανάγνωσή της, θα έλεγα, η έκπληξη είναι η μόνη σταθερά.

Πέρα από το ίδιο το ξάφνιασμα των απόκρημνων συνειρμών και συνάψεων, πέρα από τη ζωηρή αναστάτωση της γλωσσικής σχοινοβασίας, είναι ανεξάντλητη και η δεξαμενή όσων δεν έχουμε διαβάσει, αδιάκοπες και οι δικές μας μετατοπίσεις, ώστε ν’ αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας κάθε φορά και σ’ άλλα αναγνώσματα. Και όσο διευρύνονται οι ορίζοντες της γνώσης μας, όχι μόνο αποκτούμε την ικανότητα να διαισθανθούμε την καταγωγή μας στην παράδοση (με την ευρύτερη, υπερεθνική σημασία του όρου) και την ένταξή μας στην εποχή που ζούμε, αλλάζουμε κι εμείς οι ίδιοι και τα κείμενα που παράγουμε. Η έκπληξη, φυσικά, βραδυπορεί, υπακούει στους δικούς της κανόνες και υπομένει τις ιδιοτροπίες της σύμπτωσης.

Αυτοί που με καθόρισαν, μου υπέδειξαν θεμέλια και άξονες είναι ο Σολωμός, ο Σεφέρης και ο Καβάφης: για το γλωσσικό τους ιδίωμα, την αντίληψή τους της ιστορίας και τον προσωπικό τους μετεωρισμό ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, τη μητρόπολη και τη διασπορά. Είναι υγρή, ωστόσο, η επίδραση και το ακαθόριστό της σχήμα προσαρμόζεται σ’ αυτά που συναντούμε, καθιστώντας την εσαεί ανοιχτή σε αναθεωρήσεις και προσθήκες. Πολλοί καταλαμβάνουν χώρο μέσα μου, τον ανεκτίμητό του ο καθένας, έστω κι αν άλλοι –με τον χρόνο– διαστέλλονται κι άλλοι υποχωρούν: ο Άγγελος Σικελιανός, ο Εγγονόπουλος, ο Κακναβάτος και ο Κάλας, ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης, ο Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Γκάτσος και ο Καββαδίας.

Χωρίς, ασφαλώς, να μπορώ να διανοηθώ τη συγκρότησή μου χωρίς τους στίχους του Άλκη Αλκαίου, όταν, ιδίως, συνυπήρξε με τον Θάνο Μικρούτσικο και συνομίλησε μαζί του. Και με την παρέμβαση της δικής του ερμηνευτικής μελοποίησης, η αγάπη μου για τον Μπρεχτ και τον Μαγιακόφσκι και η έλξη προς τον Μεσοπόλεμο, όπου εντόπισα, εντέλει, κι ακροάστηκα τη μουσική του αγγλόφωνου μοντερνισμού, από τη συμπύκνωση της Έρημης χώρας έως την εγκυκλοπαιδική εποπτεία κι εμβέλεια των Κάντος.

Θα μπορούσα, όμως, να παραλείψω την Αισθηματική αγωγή ή την Κυρία Νταλογουέι; Τον Μπόρχες, τον Καλβίνο ή τον Σάμπατο; Τον Κέσλερ; Τον Κανέτι; To σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας; Τον Γιώργο Χειμωνά; Το Νιούαρκ του Φίλιπ Ροθ; Μα και τον Μπουνιουέλ, τον Όρσον Γουέλς, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο; Ή τον Νεκρό του Τζάρμους; Τον Πίτερ Σέλερς και τους Μόντι Πάιθον; Τους Μπιτλς; Τον Μπετόβεν;

Όλα, μ’ έναν τρόπο, μας καθορίζουν – ακόμη κι άθελά μας. Και οι σπουδές μου στη φιλολογία υπήρξαν καθοριστικές για τη σχέση μου με τα κείμενα. Πρώτο πτυχίο και μεταπτυχιακό Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α., δεύτερο μεταπτυχιακό στις Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες στο King’s College του Λονδίνου.

Με τράβηξαν, από νωρίς, το παιχνίδισμα και η πολυμορφία του κόσμου που αποκαλούμε μετακλασικό, αλλά και η δυνατότητα να εξερευνήσω τις εφαρμογές που η ψηφιακή συνθήκη θα επεφύλασσε στον κλάδο μου. Έπειτα από κάποιες άκαρπες, αλλά και, με τον τρόπο τους, διαφωτιστικές παρακάμψεις, είχα τη χαρά να συμφιλιώσω τη διαδρομή μου και να ενοποιήσω τα ενδιαφέροντά μου σ’ ένα διδακτορικό που τώρα ολοκληρώνω.

Το θέμα της διατριβής μου είναι η διακειμενικότητα σε τρία ύστερα επικά ποιήματα τρωικής θεματολογίας και οι δυνατότητες ψηφιακής της αναπαράστασης. Το μέγα κέρδος, βέβαια, μιας διατριβής δεν είναι η όποια δυνητική της σύνδεση με την ακαδημαϊκή κρεατομηχανή, αλλά η φύση της ως διαμορφωτικής και μεταμορφωτικής εμπειρίας, πόσο μάλλον που μου έδωσε τη δυνατότητα να λειτουργήσω σ’ ένα περιβάλλον εύφορο και φιλόξενο και να ζήσω για τέσσερα, περίπου, χρόνια σ’ έναν τόπο τόσο ιδιαίτερο όσο τα δυτικά της Ιρλανδίας, στις ακτές του Ατλαντικού.

Καθώς κλείνει ένας κύκλος, σκέφτομαι, ως ηθικό του δίδαγμα, ότι «λογοτέχνης, αλλά και φιλόλογος, γίνεται κανείς, στην ανυπόκριτη και καθαρότερη εκδοχή των ιδιοτήτων αυτών, από αγαπητική εμπλοκή στο ανθρώπινο, από ανάγκη συμμετοχής στην κοινή εμπειρία, από ενσυναίσθηση: τη δική μας υπόσταση μπορούμε να την αντιληφθούμε μέσα από την υπέρβασή της, όταν καθρεφτιζόμαστε στον άλλο δηλαδή». Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκινάω ένα πρόσφατο κείμενό μου για τον Δημήτρη Ελευθεράκη. Αυτές κρατώ και προσπαθώ να τους είμαι πιστός.

 

Ποιο είναι το θέμα-κλειδί που συνοδεύει τα βιβλία σας;

Αφενός, η Ιστορία: ως αλληλουχία συμβάντων και διαρκής αντίκτυπός τους, ως ζώσα μνήμη και καταγραφή των τεκμηρίων, ως αφήγηση και αποσιώπηση, ως διαχείριση του παρελθόντος, αλλά και ως κάτι που η επικαιρότητα εγκυμονεί. Αφετέρου, η έκφραση, η απόπειρα, δηλαδή, ν’ αναπαρασταθεί μέσω των λέξεων μια οπτική αναπαράσταση ή –σαφέστερα κι ευρύτερα– η όλη συνομιλία της γραφής με τις άλλες μορφές τέχνης. Και τα δυο, ως αποτύπωμα του ανθρώπου.

 

Τι ελπίζετε να αποκομίσει το αναγνωστικό σας κοινό από τυχόν ταύτιση με τα βιβλία σας; Μιλήστε μας ολιστικά για το έργο σας.

Με τον αστερίσκο ότι αδυνατώ να προδιαγράψω με ακρίβεια την οριστική μορφή που, κάποτε, θα πάρει –τι απ’ όσα έχω συλλάβει θα προλάβω να ολοκληρώσω, τι που τώρα δεν υποψιάζομαι ενδέχεται να γράψω– και χωρίς να δικαιούμαι να επιβάλω μια ερμηνεία, χωρίς και να υποχρεούμαι να προσυπογράψω οποιαδήποτε άλλη, θα έλεγα ότι δε φιλοδοξώ τίποτε άλλο απ’ το ν’ ανθολογήσω στιγμιότυπα της ανθρώπινης παρουσίας ως δρόμου αντοχής και της ταυτόχρονής μας αγωνίας να εκφραστούμε – με αυτά τα στιγμιότυπα έτσι συναρμολογημένα, ώστε ν’ αφήνουν την εντύπωση μιας κίνησης, όπως εκείνης που προκύπτει από το φυλλοσκόπιο, όταν το διατρέχουμε εν τάχει.

Δεν μπορώ, ασφαλώς, να προδικάσω τι θα εισπράξει ο κάθε αναγνώστης. Με τη συνείδηση ότι, όπως έγραφε η Μέριλιν Μονρόε,

 

κομμάτια μας μόνο θ’ αγγίξουν

κάποτε κομμάτια κάποιων άλλων –

γιατί η αλήθεια καθενός είναι αυτό

και μόνο – η δική του αλήθεια,

 

η μόνη μου ελπίδα θα ήταν η αίσθηση μιας συνομιλίας, παρόμοιας με τη σεφερική χειρονομία της Ασίνης:

 

γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.

 

Και με μόνες, αν θέλετε, οδηγίες χρήσεως, όποια και όποιος με διαβάσει να μην αγωνιστεί προς την κατεύθυνση μιας αποκρυπτογράφησης, αλλά, σα σε μουσική ακρόαση,  ν’ αφεθεί αβίαστα στον συντονισμό με τον ρυθμό των λέξεων και με τις εικόνες που εκείνες συγκροτούν, όπως όταν περιδιαβαίνουμε τις αίθουσες σε μια πινακοθήκη και θα κοντοσταθούμε, ίσως, κάπου – από επιλογή ή κατά τύχη.

 

Τι άλλο θέλετε να μοιραστείτε με το αναγνωστικό κοινό σας όσον αφορά το παρόν σας;

Το παρόν μου, έχω την εντύπωση, είναι, τηρουμένων των αναλογιών, κοινό με όλων μας – και με παγκόσμια διεσπαρμένη την έγνοια μας, όχι μόνο για την πανδημία, αλλά και για τις ορατότατες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως προκύπτουν κι επιτείνονται απ’ τα παμφάγα και βλακώδη ένστικτα της ελεύθερης αγοράς.

Στον εγκλεισμό –και στα όσα διαλείμματά του– παρηγοριές μου παραμένουν οι χαρές της ιδιωτικής ζωής και οι καταφυγές στην τέχνη: στην ακρόαση της μουσικής, κυρίως, και τον κινηματογράφο. Δεν ξεγελούν τον ζόφο, φυσικά, ούτε παρεμποδίζουν την ατέρμονη ταλάντωση ανάμεσα στις μεγάλες προσδοκίες και τις χαμένες ψευδαισθήσεις, τις λίγο πολύ πιεστικές υποχρεώσεις και την ερήμην τους κωλυσιεργία.

Αν δεν ανατραπούν τα σχέδιά μου, θα ολοκληρώσω μες στους επόμενους μήνες μια σειρά ποιημάτων σχετικών με το Εικοσιένα ή, μάλλον, με τον επετειακό εορτασμό του∙ και –αν πάρει τη μορφή που τώρα φαντάζομαι– θα είναι, εντέλει, ένα βιβλίο με θέμα το αμετάφραστο της ατομικής μας γλώσσας και το συνεπακόλουθο ανέφικτο της μεταξύ μας επικοινωνίας, της αμοιβαίας κατανόησης.

 

Αγαπητέ κύριε Γιάννη Δούκα, σας ευχαριστώ θερμά για τον πολύτιμο χρόνο σας που μας αφιερώσατε και σας εύχομαι καλή πορεία του νέου σας βιβλίου η θήβα μέμφις που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Εγώ σας ευχαριστώ από καρδιάς για την πρόσκληση και τη φιλοξενία.